Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2009

Η κοίμηση δεν ήρθε ακόμα (1ο μέρος)

Προσπαθώ 27 χρόνια να κοιμηθώ. Δεν τα έχω καταφέρει μέχρι στιγμής. Στα πρώτα χρόνια ούτε που το παρατηρούσα. Οι μέρες περνούσαν με γέλια και χαρές και οι νύχτες είχαν όνειρα παιδικά με ανοιχτά τα μάτια. Η μαμά μας είχε μάθει έτσι. Μετά άρχισε να θλίβεται, να μη μιλάει. Άρχισε να κοιτάζει χαμηλά. Κι εμείς, τα παιδιά της, την ακολουθήσαμε. Σιωπηλά, μεγαλώσαμε απότομα. Ίσως επειδή πάψαμε να λέμε πολλά και αρχίσαμε να ακούμε περισσότερο. Μα οι λέξεις φτάσανε να σφυροκοπάνε ανελέητα τ' αυτιά μας και καταλάβαμε γιατί δεν μιλούσε η μαμά. Έψαχνε να βρει τον ύπνο. Την ακολουθήσαμε κι εμείς σ' αυτήν της την αναζήτηση. Με τη βοήθεια του παπά και των δασκάλων. Με ψιθυριστές προσευχές και αποστήθιση βιβλίων. Δεν μπορούσαμε να βρούμε κάτι άλλο που να μας βοηθούσε, τότε. Μέχρι που ωριμάσαμε αρκετά για να μιλήσουμε ξανά. Τότε μόνο βρέθηκαν για μένα δύο κοπέλες. Ήταν αρκετά οκνηρές και αδιάφορες για να με οδηγήσουν στα πρόθυρα του ύπνου. Το προσκεφάλι τους μύριζε θυμιατό και στα κομοδίνα πάνω από τα κρεββάτια τους είχανε οικογενειακές φωτογραφίες. Η ανάμνηση και η αναμονή στο βλέμμα τους λειτουργούσε υπνωτικά. Κι εκείνη η μυρωδιά από κερί πάνω στο τραπέζι του σαλονιού κοινή, όπου κι αν πήγα μέχρι και σήμερα. Ταξίδεψα σε πολλές πόλεις, είδα διαφορετικές χώρες, ένιωσα τη ζέστη και το κρύο σε ακραίες μορφές' κι όμως, τα κεριά ανάβουν παντού, σε όλα τα σπίτια.